χλωρωτικός

χλωρωτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χλώρωοη
2. αυτός που πάσχει από χλώρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλώρωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Ορφανίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”